- οικτρολογία
- οἰκτρολογία, ἡ (Α)αξιοθρήνητη ομιλία που διεγείρει τον οίκτο.[ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκτρός + -λογία*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οἰκτρολογία — οἰκτρολογίᾱ , οἰκτρολογία piteous discourse fem nom/voc/acc dual οἰκτρολογίᾱ , οἰκτρολογία piteous discourse fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκτρολογίαι — οἰκτρολογίᾱͅ , οἰκτρολογία piteous discourse fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με … Dictionary of Greek